- νομομηχανικός
- ο, ηεπιστήμονας μηχανικός, δημόσιος υπάλληλος ο οποίος εποπτεύει τα δημόσια τεχνικά έργα ενός νομού και ελέγχει την ασφάλεια και στερεότητα τών ιδιωτικών κτηρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός + μηχανικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.